Η τραγωδία με το 7χρονο παιδί στη Θεσσαλονίκη που πέθανε αναπάντεχα ελλοχεύει ένα μυστήριο ενώ πολλοί λένε ότι είναι η Νόσος λεγεωνάριων.
Η νόσος των λεγεωνάριων είναι μια επικίνδυνη λοίμωξη, όπου μπορεί να προκαλέσει ακόμα και θάνατο. Κάθε καλοκαίρι (ειδικά) οι συστάσεις για καθαρισμό των φίλτρων των κλιματιστικών είναι ισχυρές. Τι προκαλεί το συγκεκριμένο βακτήριο και ποια τα συμπτώματα.
Η νόσος των λεγεωνάριων, συζητήθηκε και έγινε ευρύτερα γνωστή στην Ελλάδα, το 2018 όπου ο γνωστός ηθοποιός Άκης Σακελλαρίου βρισκόταν στην εντατική για αρκετό καιρό και μάλιστα σε κρίσιμη κατάσταση.
Αυτή τη στιγμή, επικρατεί ακόμα μυστήριο (μέχρι τα επίσημα αποτελέσματα των τοξικολογικών εξετάσεων) για τον θάνατο του 7χρονου αγοριού στη Θεσσαλονίκη. Το 7χρονο παιδί έφτασε στο νοσοκομείο με υψηλό πυρετό και σε ημικωματώδη κατάσταση.
Σύμφωνα με τον πατέρα του παιδιού, οι γιατροί στο νοσοκομείο, του είπαν ότι μπορεί ο θάνατος του παιδιού να οφείλεται και στα κλιματιστικά του σπιτιού και πώς πρέπει να καθαρίσουν τα φίλτρα. Κάτι που είναι γνωστό ως η νόσος των λεγεωνάριων.
Ποιος είναι ο χρόνος επώασης -Μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο;
Η νόσος προκαλείται από ένα βακτήριο, μικρόβιο, που ζει μέσα σε στάσιμα νερά, εξήγησε ο παιδίατρος Μάριος Ανδρέου.
Ο χρόνος επώασης από τη στιγμή που ένα άτομο έρθει σε επαφή με το βακτήριο είναι από 2 μέχρι 10 ημέρες και στην αρχή τα συμπτώματα θυμίζουν την γρίπη όπως την ξέρουμε, τόνισε ο παιδίατρος.
Η επιδείνωση είναι ραγδαία με πνευμονία και πολύ υψηλό πυρετό και διάρροιες. Απαιτείται κατάλληλη αντιμικροβιακή αγωγή για την αντιμετώπισή του.
Ωστόσο, σύμφωνα με τον κ. Ανδρέου, δεν είναι εύκολο να υποψιαστεί κάποιος ότι ευθύνεται το εν λόγω βακτήριο ακόμα και όταν φτάσει στο νοσοκομείο και τα δείγματα πρέπει να σταλούν σε εξειδικευμένα εργαστήρια.
Σε κάθε περίπτωση, ο παιδίατρος εξήγησε ότι δεν μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Νόσος των Λεγεωνάριων: Προσοχή στα συμπτώματα της ασθένειας από τα air condition
Η ελλιπής, ή κακή συντήρηση του κλιματιστικού, φέρνει συσσώρευση επικίνδυνων βακτηρίων στο εσωτερικό του, τα οποία μεταφέρονται στον αέρα που αναπνέει το άτομο.
Η νόσος των λεγεωνάριων είναι μια σοβαρή μορφή πνευμονίας. Μια εκτεταμένη φλεγμονή των πνευμόνων που προκαλείται συνήθως από μόλυνση με ένα βακτήριο γνωστό legionella.
Δεν είναι μεταδοτική ασθένεια η νόσος των Λεγεωνάριων από άτομο σε άτομο μέσω της επαφής. Αντ’ αυτού, οι περισσότεροι άνθρωποι κολλούν τη νόσο από την εισπνοή των βακτηρίων. Οι ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας, οι καπνιστές και τα άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στην ασθένεια των λεγεωνάριων.
Το βακτήριο της νόσου των λεγεωνάριων προκαλεί επίσης τον πυρετό τύπου Pontiac, μια ηπιότερη ασθένεια που μοιάζει με γρίπη. Χωριστά ή από κοινού, οι δύο ασθένειες ονομάζονται απλά ως «νόσος των λεγεωνάριων». Ο πυρετός Pontiac συνήθως φεύγει από μόνος του, αλλά αν αφεθεί χωρίς καμία ιατρική θεραπεία, η νόσος των λεγεωνάριων μπορεί να αποβεί θανατηφόρα.
Παρά το γεγονός ότι η έγκαιρη θεραπεία με αντιβιοτικά συνήθως θεραπεύει τη νόσο, μερικοί άνθρωποι συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα μετά τη θεραπεία.
Συμπτώματα
Η νόσος των Λεγεωνάριων αναπτύσσεται συνήθως 2 έως 10 ημέρες μετά την έκθεση του ατόμου στο βακτήριο legionella.
Τις περισσότερες φορές ξεκινάει με τα ακόλουθα συμπτώματα:
Πονοκέφαλος Μυϊκός πόνος Ρίγη Πυρετός που μπορεί να φτάσει τους 40° C και παραπάνω
Μέχρι τη δεύτερη ή την τρίτη μέρα, ο ασθενής θα αναπτύξει και άλλα συμπτώματα που μπορεί να περιλαμβάνουν:
Βήχας, ο οποίος μπορεί να έχει και βλέννα και μερικές φορές, αίμα Δύσπνοια Πόνος στο στήθος Συμπτώματα στο γαστρεντερικό σύστημα, όπως ναυτία, έμετος και διάρροια Σύγχυση, ή άλλες ψυχικές αλλαγές
Αν και η νόσος των λεγεωνάριων προσβάλλει κυρίως τους πνεύμονες, μπορεί να προκαλέσει περιστασιακά μολύνσεις σε πληγές και σε άλλα μέρη του σώματος, συμπεριλαμβανομένης της καρδιάς.
Μια ήπια μορφή της νόσου των λεγεωνάριων, γνωστή ως πυρετός Pontiac, μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα όπως πυρετό, ρίγη, πονοκέφαλο και μυϊκούς πόνους. Ωστόσο, ο πυρετός τύπου Pontiac δεν μολύνει τους πνεύμονες σας και τα συμπτώματα συνήθως εξαφανίζονται μέσα σε δύο έως πέντε ημέρες.